- ετοιμασία
- η (ΑΜ ἑτοιμασία) [ετοιμάζω]προπαρασκευή, προεργασία, προετοιμασία («οι ετοιμασίες για τον χορό ήταν μεγάλες»)αρχ.-μσν.1. ετοιμότητα, προθυμία, διάθεση (α. «πρὸς ὑπουργίας ἑτοιμασίης», Ιπποκρ.β. «ἡ πρὸς τὸ κρεῑττον ἑτοιμασία», Γρηγ. Νύσσ.)2. εξοπλισμός, εφοδιασμός, πολεμική προετοιμασία3. φρ. «ἑτοιμασία θρόνου» — το θεμέλιωμα, το στερέωμα τού θρόνου.
Dictionary of Greek. 2013.